φρενοάρας

φρενοάρας
φρενοάρας [pron. full] [ᾰρ], α, ,
A = φρενήρης, of sound mind, B.16.118.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φρενοάρας — ὁ, Α (δωρ. τ.) βλ. φρενήρης …   Dictionary of Greek

  • φρενήρης — ες / φρενήρης, ῆρες, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φρενοάρας Α νεοελλ. κατειλημμένος από φρενίτιδα, έξαλλος μσν. αρχ. αυτός που έχει υγιή νου, μυαλωμένος («συνετὴν οὖσαν καὶ φρενήρη», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + ήρης* (Ι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”